ιζηματογένεση

ιζηματογένεση
[-ις (-εως)] η образование осадочных пород

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιζηματογένεση" в других словарях:

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — η σχηματισμός πετρωμάτων ή αποθεμάτων από την καθίζηση ουσιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογενής — ές γεωλ. 1. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια ιζηματογένεση 2. φρ. «ιζηματογενή πετρώματα» τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην ξηρά ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλογένεση — Ο σχηματισμός μεταλλευτικών κοιτασμάτων, που έχει ως αιτία διάφορους γεωλογικούς παράγοντες, όπως είναι η μαγματική ενέργεια, η ιζηματογένεση, η αποσάθρωση και η δυναμομεταμόρφωση των πετρωμάτων. * * * η γεωλ. κλάδος τής κοιτασματολογίας που… …   Dictionary of Greek

  • πυροκλαστικός — ή, ό, Ν φρ. α) «πυροκλαστικά υλικά» (πετρογρ.) θραυσματογενή προϊόντα βίαιων ηφαιστειακών εκρήξεων β) «πυροκλαστικά πετρώματα» (πετρογρ.) πετρώματα τα οποία σχηματίζονται από τις αποθέσεις τών παραπάνω υλικών γ) «πυροκλαστικά αναβλήματα» τα υλικά …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπυρίτης — Ορυκτό του σίδηρου και του θείου (FeS2), πολύ διαδομένο στη φύση. Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του κυβικού συστήματος, προκαλώντας το σχηματισμό μιας ευρείας κλίμακας κρυσταλλικών μορφών· συνηθέστερες είναι η κυβική, η οκταεδρική, η… …   Dictionary of Greek

  • γεωσύγκλινο — Στη γεωλογία γ. ονομάζεται ο κοίλος χώρος του φλοιού της Γης, στις παρυφές των ηπείρων ή ανάμεσα σε δύο ηπείρους, ο οποίος βυθίζεται συνεχώς κάτω από το βάρος των ιζημάτων που αποθέτονται μέσα σε αυτόν. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι συνεχώς… …   Dictionary of Greek

  • διαγένεση — Όρος της γεωλογίας ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των φυσικοχημικών και μηχανικών φαινομένων που μετατρέπουν τα ασύνδετα ιζήματα σε πραγματικά πετρώματα, τροποποιώντας τη δομή, τον ιστό ή ακόμα τη χημική τους σύσταση. Μετά τη διάβρωση πετρωμάτων …   Dictionary of Greek

  • ευστατικές κινήσεις — Είναι οι μεταβολές του συνόλου της στάθμης των ωκεανών. Οι μεταβολές αυτές, που συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη Γη, διαπιστώνονται από τον εντατικότερο σχηματισμό ή την ελάττωση των παγετώνων στις ηπείρους. Κατά τη διάρκεια, δηλαδή, των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»